παραμιλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.miˈlo/
Ρήμα[επεξεργασία]
παραμιλώ και παραμιλάω
- μιλάω στον ύπνο μου
- μιλάω ασυνάρτητα εξαιτίας μιας οργανικής ή ψυχολογικής διαταραχής
- μιλάω στον εαυτό μου χωρίς να με ακούει ή να με καταλαβαίνει κανείς, μονολογώ
- μιλάω ακατάπαυστα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραμιλώ