παραμυθατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραμυθατζής αρσενικό (θηλυκό: παραμυθατζού)
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του παραμυθάς
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη παραμύθι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραμυθατζής
|