παρανυστάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρανυστάζω < παρα- + νυστάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

παρανυστάζω

παρανύσταξα, πάω για ύπνο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]