παραπλανιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραπλανιέμαι, παθητική φωνή του παραπλανώ
Ρήμα[επεξεργασία]
παραπλανιέμαι και παραπλανώμαι, πρτ.: παραπλανιόμουν(α), στ.μέλλ.: θα παραπλανηθώ, αόρ.: παραπλανήθηκα, μτχ.π.π.: παραπλανημένος
- με παραπλανούν