παραταξιακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραταξιακά < παραταξιακός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
παραταξιακά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις παραταξιακός, παράταξη, παρατάσσω και τάσσω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραταξιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
παραταξιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παραταξιακός