παρατραβώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
παρατραβώ
- τραβώ περισσότερο απ' ό,τι θα έπρεπε
- (μεταβατικό) παρατείνω κάτι
- (μεταφορικά) το παρατραβάω γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός
- καμιά φορά, το παρατραβάει το πράμα
- (μεταφορικά) το παρατραβάω γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός
- (αμετάβατο) παρατείνομαι υπερβολικά
- αρκετά πια, παρατράβηξε αυτή η ιστορία!
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη παρατραβάω