παρατραβώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρατραβώ < παρα- + τραβώ

Ρήμα[επεξεργασία]

παρατραβώ

  1. τραβώ περισσότερο απ' ό,τι θα έπρεπε
  2. (μεταβατικό) παρατείνω κάτι
  3. (αμετάβατο) παρατείνομαι υπερβολικά
    αρκετά πια, παρατράβηξε αυτή η ιστορία!

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]