παραφασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραφασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paraphasie < αρχαία ελληνική παρά + φάσις < φημί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραφασία θηλυκό
- (ιατρική) εκφραστική διαταραχή που εκδηλώνεται με την εκφώνηση διαφορετικών λέξεων ή φωνημάτω απ’ αυτά που έχει στο μυαλό του ο ομιλών / πάσχων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραφασία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)