παραφροσύνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραφροσύνη οι παραφροσύνες
      γενική της παραφροσύνης των παραφροσυνών
    αιτιατική την παραφροσύνη τις παραφροσύνες
     κλητική παραφροσύνη παραφροσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραφροσύνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραφροσύνη[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.ɾa.fɾoˈsi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐φρο‐σύ‐νη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παραφροσύνη θηλυκό

  1. (για ανθρώπους) η ιδιότητα του παράφρονος, η ψυχασθένεια, η τρέλα
  2. ενέργεια χωρίς λογική, παραλογισμός, τρέλα
  3. η κατάσταση ή η ποιότητα μιας κατάστασης που οδηγεί τους ανθρώπους στον παραλογισμό, στην τρέλα
    η παραφροσύνη του πολέμου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραφροσύνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παραφροσύνη θηλυκό

  1. παραφροσύνη