παρετυμολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παρετυμολογῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρετυμολογώ < ελληνιστική κοινή παρετυμολογέω / παρετυμολογῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

παρετυμολογώ (παθητική φωνή: παρετυμολογούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]