παρευρίσκομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρευρίσκομαι < Είτε όπως στην όψιμη ελληνιστική κοινή παρευρεθείς, του 6ου αιώνα, μετοχή αορίστου με σημασία «είμαι παρών», μεσοπαθητικής φωνής του αρχαίου παρευρίσκω (ανακαλύπτω ξανά) [1],
είτε αναδημιουγία της λέξης (παρά) παρ- + ευρίσκομαι (εὑρίσκομαι)) & μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική y être [2]

Ρήμα[επεξεργασία]

παρευρίσκομαι, αόρ.: παρευρέθηκα/παρευρέθη(3o πρόσωπο) (αποθετικό ρήμα)

  • βρίσκομαι κάπου μαζί με άλλους, συνήθως σε εκδήλωση όπου όλοι έχουν κοινό στόχο ή ενδιαφέρον (όχι σε απλή τυχαία συγκέντρωση ατόμων π.χ. σε πλατεία).
Στην εκδήλωση προς τιμήν του μεγάλου μουσικοσυνθέτη παρευρέθηκαν όλοι οι δήμαρχοι της περιοχής και πλήθος κόσμου

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις παρά και βρίσκω

Κλίση[επεξεργασία]

  • Σημειώσεις: Απαντούν και λόγιοι τύποι στον αόριστο: γ' ενικ. παρευρέθη και γ' πληθ. παρευρέθησαν
    Στη γιορτή για την επέτειο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας στο Προεδρικό Μέγαρο παρευρέθησαν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ...
  • Χρησιμοποιούνται και οι τύποι της δημοτικής από το ρήμα παραβρίσκομαι, π.χ. παραβρέθηκαν
    Στην παρουσίαση της νέας δισκογραφικής του δουλειάς παραβρέθηκαν όλοι οι συντελεστές του άλμπουμ...

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. παρευρίσκομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

παρευρίσκομαι