παρεό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρεό ουδέτερο άκλιτο
- είδος γυναικείου, κυρίως, ενδύματος που αποτελείται από ένα κομμάτι ύφασμα και τυλίγεται γύρω από το σώμα