παρεό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρεό < γαλλική paréo < πολυνησιακή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρεό ουδέτερο άκλιτο

  • είδος γυναικείου, κυρίως, ενδύματος που αποτελείται από ένα κομμάτι ύφασμα και τυλίγεται γύρω από το σώμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]