παρκαδόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρκαδόρος οι παρκαδόροι
      γενική του παρκαδόρου των παρκαδόρων
    αιτιατική τον παρκαδόρο τους παρκαδόρους
     κλητική παρκαδόρε παρκαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρκαδόρος < παρκάρω πάρκινγκ + -αδόρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρκαδόρος αρσενικό, πληθυντικός: παρκαδόροι

  1. (επάγγελμα) ο οδηγός που γνωρίζει να παρκάρει οχήματα σε χώρους προσωρινής στάθμευσης
  2. αυτός που επιμελείται τους παραπάνω χώρους πάρκινγκ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]