παρμπρίζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρμπρίζ < γαλλική pare-brise

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paɾˈbɾiz/
αυτοκόλλητα σε παρμπρίζ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρμπρίζ ουδέτερο άκλιτο

  1. (τεχνολογία): το προστατευτικό τζάμι στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου ή άλλου οχήματος
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις αλεξήνεμο και ανεμοθώρακας
  2. (κατ’ επέκταση) το προστατευτικό τζάμι στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου ή και τα πλαϊνά παράθυρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]