παροξύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παροξύνω < αρχαία ελληνική παροξύνω < παρά + ὀξύνω < ὀξύς

Ρήμα[επεξεργασία]

παροξύνω (παθητική φωνή: παροξύνομαι)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παροξύνω < ελληνιστική κοινή παροξύνω (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική παροξύνω < παρά + ὀξύνω < ὀξύς

Ρήμα[επεξεργασία]

παροξύνω (παθητική φωνή: παροξύνομαι)

  1. (γραμματική) θέτω οξεία (κι όχι περισπωμένη στην παραλήγουσα) μιας λέξης
  2. (γραμματική) για λέξη γραμμένη στο μονοτονικό σύστημα που τονίζεται στην παραλήγουσα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]