παροχετεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παροχετεύω < αρχαία ελληνική παροχετεύω < παρά + ὀχετεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

παροχετεύω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]