παρσισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρσισμός οι παρσισμοί
      γενική του παρσισμού των παρσισμών
    αιτιατική τον παρσισμό τους παρσισμούς
     κλητική παρσισμέ παρσισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρσισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική parsisme < Parsi < γκουτζαράτι પારસી (pārsī) < σανσκριτική पारसि (pārasi) / पारसिक (pārasika) < μέση περσική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρσισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]