παρτούζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρτούζα θηλυκό
- σεξουαλική πράξη με τη συμμετοχή περισσότερων από δύο άτομα
παρτούζα θηλυκό