παρωδώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρωδώ < ελληνιστική κοινή παρῳδέω / παρῳδῶ < αρχαία ελληνική παρα- + ᾠδή < ἀείδω / ᾄδω < *ἀϝείδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂weyd-
Ρήμα[επεξεργασία]
παρωδώ (παθητική φωνή: παρωδούμαι)
- με σκωπτικό ή κωμικό τρόπο παραποιώ ή απομιμούμαι κάποιο (λογοτεχνικό, πεζό ή ποιητικό) έργο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απαρώδητα
- απαρώδητος
- παρωδία
- παρωδιακός
- → δείτε τις λέξεις παρά και ωδή