παρόραμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρόραμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρόραμα ουδέτερο
- λάθος σε τυπωμένο κείμενο που προέρχεται από απροσεξία ή από αβλεψία