πασσαλάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πασσαλάκι τα πασσαλάκια
      γενική
    αιτιατική το πασσαλάκι τα πασσαλάκια
     κλητική πασσαλάκι πασσαλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πασσαλάκι < υποκοριστικό του πάσσαλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πασσαλάκι ουδέτερο

  • μεταλλικό ή πλαστικό μακρόστενο αντικείμενο με αιχμηρή τη μία άκρη ώστε να μπαίνει εύκολα μέσα στο χώμα, και που χρησιμοποιείται για τη στερέωση σκηνής για κάμπινγκ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]