παστό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Γλώσσα παστό

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

παστό < αγγλική Pastho < γλώσσα παστό (/paʃˈto/)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παστό ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • κωδικός γλώσσας: ps

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

παστό: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

παστό