πασχαλίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πασχαλίτσα οι πασχαλίτσες
      γενική της πασχαλίτσας
    αιτιατική την πασχαλίτσα τις πασχαλίτσες
     κλητική πασχαλίτσα πασχαλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μία πασχαλίτσα (1)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πασχαλίτσα < πασχαλιά + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πασχαλίτσα θηλυκό

  1. (έντομο) είδος εντόμου που ανήκει στην οικογένεια Coccinellidae των σκαθαριών, τάξη κολεόπτερα· έχει κόκκινο χρώμα με μαύρα στίγματα
     συνώνυμα: λαμπρίτσα
  2. (φυτό) η πριμούλα
  3. (οικείο) (θρησκεία) η Θεία Κοινωνία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]