πασχαλιάτικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πασχαλιάτικα < πασχαλιάτικος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
πασχαλιάτικα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Πάσχα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πασχαλιάτικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πασχαλιάτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πασχαλιάτικος