παττίχα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παττίχα < (άμεσο δάνειο) αραβική بطیخ (battikh)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παττίχα θηλυκό (κυπριακά)