παυσίπονο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παυσίπονο ουδέτερο
- (φαρμακευτική): φάρμακο που σταματάει ή μειώνει τον πόνο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παυσίπονο