παύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpa.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παύ‐ω

Ρήμα 1[επεξεργασία]

παύω, αόρ.: έπαψα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (μεταβατικό) σταματάω, διακόπτω
  2. (αμετάβατο) τελειώνω
  3. (αμετάβατο) σταματάω
    πάψε πια!

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ρήμα 2[επεξεργασία]

παύω, αόρ.: έπαυσα/έπαψα, παθ.φωνή: παύομαι, π.αόρ.: παύθηκα/παύτηκα, μτχ.π.π.: παυμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  παύω   παύομαι 
Παρατατικός  ἔπαυον   ἐπαυόμην 
Μέλλοντας  παύσω   παύσομαι, παυσθήσομαι, παυθήσομαι, ελληνιστική παήσομαι 
Αόριστος  ἔπαυσα   ἐπαυσάμην, ἐπαύσθην, ἐπαύθην, ελληνιστική ἐπάην 
Παρακείμενος  πέπαυκα   πέπαυμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐπεπαύκειν   ἐπεπαύμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

παύω

  1. διακόπτω
  2. (για πράγματα) τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ, ελαττώνω
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, 1295 (1293-1295)
    ἃ δ᾽ ἁρμόσει μοι τῷ παρόντι νῦν χρόνῳ | σήμαιν᾽, ὅπου φανέντες ἢ κεκρυμμένοι | γελῶντας ἐχθροὺς παύσομεν τῇ νῦν ὁδῷ.
    Μόν᾽ ό,τι θα ταιριάζει σ᾽ αυτή τώρα | την περίσταση μάθε μου, να ξέρω | πού να φανερωθούμε ή να κρυφτούμε, | για να βάλομε τέλος στων εχθρών μας | τα γέλια με το σημερνό ερχομό μας·
    Μετάφραση (1936): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 4, 1126a
    ἡ γὰρ τιμωρία παύει τῆς ὀργῆς, ἡδονὴν ἀντὶ τῆς λύπης ἐμποιοῦσα.
    η εκδίκηση σταματάει, πράγματι, την οργή, καθώς στη θέση της λύπης προκαλεί ευχαρίστηση.
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  3. (+ αιτιατική προσ. και γενική πράγμ., για πρόσωπα) εμποδίζω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, απωθώ
  4. κάνω κάποιον να σταματήσει σκοτώνοντάς τον
  5. απομακρύνω κάποιον από την εξουσία, από το αξίωμα ή τη θέση του
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 66.3
    Περίαλλος ἡ πρόμαντις ἐπαύσθη τῆς τιμῆς.
    η ιέρεια του μαντείου, η Περίαλλα, έχασε το αξίωμά της.
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  6. (+ απαρέμφατο) σταματώ κάποιον από το να κάνει ή να είναι κάτι
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 67.1
    Κλεισθένης γὰρ Ἀργείοισι πολεμήσας τοῦτο μὲν ῥαψῳδοὺς ἔπαυσε ἐν Σικυῶνι ἀγωνίζεσθαι τῶν Ὁμηρείων ἐπέων εἵνεκα, ὅτι Ἀργεῖοί τε καὶ Ἄργος τὰ πολλὰ πάντα ὑμνέαται·
    ο Κλεισθένης, ύστερ᾽ από τον πόλεμο που έκανε με τους Αργείους, πρώτα πρώτα κατάργησε τους αγώνες απαγγελίας των ομηρικών επών στη Σικυώνα, γιατί σ᾽ αυτά περισσότερο από κάθε άλλη χώρα εξυμνείται το Άργος και οι Αργείοι
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  7. (+ μετοχή ενεστώτα) εμποδίζω, παύω κάποιον από το να κάνει ή να είναι
    ※  4ος↑ αιώνας Ἰσοκράτης, Φίλιππος, 121 Φίλιππος, 121
    Οὓς εἰ μὴ παύσομεν ἀθροιζομένους βίον αὐτοῖς ἱκανὸν πορίσαντες, λήσουσιν ἡμᾶς τοσοῦτοι γενόμενοι τὸ πλῆθος ὥστε μηδὲν ἧττον αὐτοὺς εἶναι φοβεροὺς τοῖς Ἕλλησιν ἢ τοῖς βαρβάροις·
    Αυτούς αν δεν τους εμποδίσουμε να αυξηθούν, παρέχοντάς τους απλόχερα τα μέσα της ζωής, ούτε που θα το καταλάβουμε πότε θα γίνουν τόσο πολλοί, ώστε να είναι το ίδιο επικίνδυνοι στους Έλληνες όσο και στους βαρβάρους.
    Μετάφραση (1967): Στέλλα Μπαζάκου - Μαραγκουδάκη, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  8. μεσοπαθητική φωνή:
  1. ησυχάζω, σταματώ με τη θέλησή μου ή με εξαναγκασμό
  2. σταματώ, διακόπτω
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 13.1
    Ταύτην μὲν οὖν τὴν ἡμέραν καὶ τῆς ὑστεραίας μέρος τι προσβολὰς ποιησάμενοι ἐπέπαυντο·
    Οι Λακεδαιμόνιοι, αφού έκαναν επιθέσεις ολόκληρη εκείνη την ημέρα κι ένα μέρος της επομένης, σταμάτησαν τις εχθροπραξίες.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου β′, 29
    οὔτε γὰρ αὐτὸς ἄν ποθ᾽ ὑπέμεινα πρεσβεύειν, οὔτ᾽ ἂν ὑμεῖς οἶδ᾽ ὅτι ἐπαύσασθε πολεμοῦντες,
    Γιατί ούτε και εγώ ο ίδιος θα δεχόμουν ποτέ να μετάσχω στην αποστολή πρέσβεων ούτε εσείς προφανώς θα σταματούσατε τον πόλεμο,
    Μετάφραση (2003): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Πηγές[επεξεργασία]