πειθαρχείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πειθαρχείο τα πειθαρχεία
      γενική του πειθαρχείου των πειθαρχείων
    αιτιατική το πειθαρχείο τα πειθαρχεία
     κλητική πειθαρχείο πειθαρχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πειθαρχείο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πειθαρχείο ουδέτερο

  1. το κρατητήριο στο στρατό
  2. άλλη ονομασία για την απομόνωση σε φυλακές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]