πειναλέος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πειναλέος η πειναλέα το πειναλέο
      γενική του πειναλέου της πειναλέας του πειναλέου
    αιτιατική τον πειναλέο την πειναλέα το πειναλέο
     κλητική πειναλέε πειναλέα πειναλέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πειναλέοι οι πειναλέες τα πειναλέα
      γενική των πειναλέων των πειναλέων των πειναλέων
    αιτιατική τους πειναλέους τις πειναλέες τα πειναλέα
     κλητική πειναλέοι πειναλέες πειναλέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πειναλέος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πειναλέος < → δείτε  αρχαία ελληνική πεῖνα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pi.naˈle.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πει‐να‐λέ‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

πειναλέος, -α, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πειναλέος πειναλέ τὸ πειναλέον
      γενική τοῦ πειναλέου τῆς πειναλέᾱς τοῦ πειναλέου
      δοτική τῷ πειναλέ τῇ πειναλέ τῷ πειναλέ
    αιτιατική τὸν πειναλέον τὴν πειναλέᾱν τὸ πειναλέον
     κλητική ! πειναλέε πειναλέ πειναλέον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πειναλέοι αἱ πειναλέαι τὰ πειναλέ
      γενική τῶν πειναλέων τῶν πειναλέων τῶν πειναλέων
      δοτική τοῖς πειναλέοις ταῖς πειναλέαις τοῖς πειναλέοις
    αιτιατική τοὺς πειναλέους τὰς πειναλέᾱς τὰ πειναλέ
     κλητική ! πειναλέοι πειναλέαι πειναλέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πειναλέω τὼ πειναλέ τὼ πειναλέω
      γεν-δοτ τοῖν πειναλέοιν τοῖν πειναλέαιν τοῖν πειναλέοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πειναλέος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πεῖν(α) + -αλέος[1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: πειναλέος (με λίγο διαφορετική σημασία)

Επίθετο[επεξεργασία]

πειναλέος, -α, -ον

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «πείνα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]