πειραγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πειραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πειράζω
Μετοχή[επεξεργασία]
πειραγμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πειράζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πειραγμένος
|