πειραστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πειραστής < (ελληνιστική κοινή) πειραστής < αρχαία ελληνική πειράζω < πεῖρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πειραστής αρσενικό
- (λόγιο, παρωχημένο, θρησκεία) αυτός που πειράζει, που βάζει κάποιον σε πειρασμό[1]
- ※ Στην Αγία Γραφή χαρακτηρίζεται με διάφορα ονόματα: διάβολος, έπειδή διαβάλλει την αλήθεια του Θεού και πειραστής, διότι πειράζει τους ανθρώπους (Η Πτώση των Αγγέλων, Αποστολική Διακονία [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Αμμωνίου περί ομοίων και διαφόρων λέξεων, μετά προσθήκης λέξεων και σημειώσεων υπό Ζωσιμά Εσφιγμενίτου, Αθήνα, Τυπογραφείο Ρουσσόπουλου, 1873
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)