πελούζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πελούζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική pelouse
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πελούζα θηλυκό
- κομμάτι εδάφους που καλύπτεται από πυκνή χαμηλή χλόη
- τμήμα της κερκίδας ενός ιπποδρόμου, που συνήθως καλύπτεται με χλόη, για τους θεατές με εισιτήριο δεύτερης θέσης