πελούζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πελούζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική pelouse

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πελούζα θηλυκό

  1. κομμάτι εδάφους που καλύπτεται από πυκνή χαμηλή χλόη
  2. τμήμα της κερκίδας ενός ιπποδρόμου, που συνήθως καλύπτεται με χλόη, για τους θεατές με εισιτήριο δεύτερης θέσης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]