πενθερικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πενθερικά < πενθερικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πενθερικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- → δείτε τη λέξη πεθερικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πενθερικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πενθερικό