πεντόλιρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεντόλιρο < πεντό- + λίρα(α) + -ο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεντόλιρο ουδέτερο
- κέρμα πέντε λιρών
- χαρτονόμισμα πέντε λιρών (κυπριακά)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεντόλιρο
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πεντό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ο (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κυπριακά
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)