πεπονιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πεπόνια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεπονιά οι πεπονιές
      γενική της πεπονιάς των πεπονιών
    αιτιατική την πεπονιά τις πεπονιές
     κλητική πεπονιά πεπονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεπονιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πεπονέα < πεπόν(ιον) + -έα > -ιά [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.poˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐πο‐νιά
τονικό παρώνυμο: πεπόνια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεπονιά θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]