πεπρωμένο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεπρωμένο τα πεπρωμένα
      γενική του πεπρωμένου των πεπρωμένων
    αιτιατική το πεπρωμένο τα πεπρωμένα
     κλητική πεπρωμένο πεπρωμένα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεπρωμένο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεπρωμένον[1], μετοχή ουδετέρου γένους του πέπρωται

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.pɾoˈme.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐πρω‐μέ‐νο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεπρωμένο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]