περίγελος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περίγελος οι περίγελοι
      γενική του περίγελου
περιγέλου
των περίγελων
περιγέλων
    αιτιατική τον περίγελο τους περίγελους
περιγέλους
     κλητική περίγελε περίγελοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περίγελος < ελληνιστική κοινή περίγελως + -ος < περί + αρχαία ελληνική γέλως

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περίγελος αρσενικό, μόνο στον ενικό

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]