περίεργος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: περιέργως

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περίεργος η περίεργη το περίεργο
      γενική του περίεργου της περίεργης του περίεργου
    αιτιατική τον περίεργο την περίεργη το περίεργο
     κλητική περίεργε περίεργη περίεργο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περίεργοι οι περίεργες τα περίεργα
      γενική των περίεργων των περίεργων των περίεργων
    αιτιατική τους περίεργους τις περίεργες τα περίεργα
     κλητική περίεργοι περίεργες περίεργα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περίεργος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίεργος (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική περίεργος (ερευνητικός)[1] < περί + ἔργον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /peˈɾi.eɾ.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρί‐ερ‐γος
τονικό παρώνυμο: περιέργως

Επίθετο[επεξεργασία]

περίεργος, -η, -ο

  1. που χαρακτηρίζεται από περιέργεια, από έντονο ενδιαφέρον να μάθει λεπτομέρειες σχετικές με οποιοδήποτε θέμα, συχνά και για υποθέσεις που δεν τον αφορούν
    είμαι περίεργος να μάθω τι απέγινε με κείνη την ιστορία...
    μη γίνεσαι τόσο περίεργος, καταντά αδιακρισία
     αντώνυμα: αδιάφορος
  2. που μας κινεί την περιέργεια λόγω της ιδιαιτερότητάς του ή μας προκαλεί ανησυχία ή καχυποψία
    Είναι περίεργος άνθρωπος, λίγο δύστροπος, αλλά με καλές προθέσεις.
    Το ενδιαφέρον του για τις συναλλαγές της εταιρείας μας είναι κάπως περίεργο, για να μην πω ύποπτο.
     συνώνυμα: παράξενος, ιδιόμορφος, δυσεξήγητος, ακατανόητος, ασυνήθιστος
     αντώνυμα: φυσικός, συνηθισμένος, κανονικός
  3. που έχει παράδοξη συμπεριφορά (συνήθως αρνητική σημασία)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • είμαι περίεργος να δω: για να εκφραστεί απορία ή δυσπιστία
    Είμαι περίεργος να δω πώς θα τα καταφέρεις να την πείσεις.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]