περίπτωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περίπτωση οι περιπτώσεις
      γενική της περίπτωσης* των περιπτώσεων
    αιτιατική την περίπτωση τις περιπτώσεις
     κλητική περίπτωση περιπτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιπτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περίπτωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίπτωσις (τυχαίο γεγονός) < αρχαία ελληνική περίπτωσις (εμπειρία) < περιπίπτω < περι- + πίπτω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περίπτωση θηλυκό

  1. το σύνολο συνθηκών και γεγονότων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση κάποιου ή κάτι
    Η Κύπρος είναι μοναδική περίπτωση, οι όποιες οικονομικές δυσκολίες του νησιού διαφέρουν σημαντικά από αυτές της Ελλάδας.
  2. πιθανότητα
    Υπάρχει περίπτωση να σε χρειαστώ αύριο. Θα μπορέσεις;
  3. (για άνθρωπο με ιδιαίτερες ικανότητες ή ελαττώματα) ιδιαίτερος άνθρωπος, ξεχωριστός
    Τελείωσε το διδακτορικό του μόλις σε έναν χρόνο. Ο άνθρωπος είναι περίπτωση!

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]