περίσσεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περίσσεια < (ελληνιστική κοινή) περισσεία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περίσσεια θηλυκό
- (αρνητική σημασία) αχρείαστη αφθονία, πλεονασμός
- (ουδέτερη σημασία, δυνητικά θετική) το να μου μένει κάτι στην άκρη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περίσσεια
|