περίσταση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περίσταση οι περιστάσεις
      γενική της περίστασης* των περιστάσεων
    αιτιατική την περίσταση τις περιστάσεις
     κλητική περίσταση περιστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περίσταση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίστα(σις) + -ση (αρχαία σημασία: που περιβάλλει, που είναι τριγύρω) [1] < περιίστημι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /peˈɾi.sta.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρί‐στα‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περίσταση θηλυκό

  • μια χρονική στιγμή που χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο ιδιαίτερων συνθηκών, η κατάσταση που επικρατεί σε μια χρονική στιγμή
    μια και η περίσταση το απαιτεί, ας πιούμε ένα ποτηράκι
    (συχνά στον πληθυντικό) φαίνομαι αντάξιος των περιστάσεων - φταίνε οι περιστάσεις

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]