περαταριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περαταριά | οι | περαταριές |
γενική | της | περαταριάς | των | περαταριών |
αιτιατική | την | περαταριά | τις | περαταριές |
κλητική | περαταριά | περαταριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περαταριά θηλυκό
- αυτοσχέδια σχεδία για τη διάβαση ενός ποταμού, μιας λίμνης κ.λπ.
- Η διέλευση των μεγάλων ποταμών ως τα μέσα του 20ού αιώνα, γινόταν και με ξύλινες σχεδίες, τις λεγόμενες περαταριές. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περαταριά
|