περιβόλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Περιβόλι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιβόλι τα περιβόλια
      γενική του περιβολιού των περιβολιών
    αιτιατική το περιβόλι τα περιβόλια
     κλητική περιβόλι περιβόλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιβόλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική περιβόλιν < ελληνιστική κοινή περιβόλιον (χώρος που περιβάλλεται από φράχτη) < αρχαία ελληνική περίβολος[1] < περί + βάλλω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈvo.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐βό‐λι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιβόλι ουδέτερο

  1. ο κήπος με λαχανικά και καρποφόρα δέντρα
  2. ο περιφραγμένος χώρος στον οποίο καλλιεργούμε κυρίως δέντρα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]