περιγραφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιγραφή οι περιγραφές
      γενική της περιγραφής των περιγραφών
    αιτιατική την περιγραφή τις περιγραφές
     κλητική περιγραφή περιγραφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιγραφή < αρχαία ελληνική περιγραφή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιγραφή θηλυκό

  1. η λεπτομερειακή απόδοση με προφορικό ή γραπτό λόγο μιας εικόνας, μορφής ή ενός γεγονότος
  2. η αφήγηση, η εξιστόρηση
  3. (γεωμετρία) η εγγραφή ενός σχήματος γύρω από κάποιο άλλο, ώστε η περιφέρεια του δεύτερου να εφάπτεται στην περιφέρεια του πρώτου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιγραφή < περί + γράφω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιγραφή θηλυκό

  1. το περίγραμμα, η εξωτερική γραμμή που περικλείει ένα σχήμα
  2. περιφέρεια, περιοχή
  3. περιορισμός
  4. εξαπάτηση