περιδρόμιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιδρόμιασμα < περιδρομιάζω + -μα < περίδρομος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιδρόμιασμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η ενέργεια και συνέπεια του περιδρομιάζω, η κατανάλωση υπέρμετρης ποσότητας φαγητού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις περίδρομος, περί και δρόμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιδρόμιασμα
|