περιεχόμενα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιεχόμενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. ο κατάλογος των κεφαλαίων και των ενοτήτων ενός εντύπου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

περιεχόμενα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιεχόμενο