περιηγητισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περιηγητισμός οι περιηγητισμοί
      γενική του περιηγητισμού των περιηγητισμών
    αιτιατική τον περιηγητισμό τους περιηγητισμούς
     κλητική περιηγητισμέ περιηγητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιηγητισμός < περιηγητής + -ισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιηγητισμός ουδέτερο

  • η περιήγηση κάποιου σε έναν ξένο τόπο είτε για αναψυχή είτε για μελέτη τους τρόπου ζωής των κατοίκων, των μνημείων κ.λπ.
    ※  Παράλληλα το ρεύμα του περιηγητισμού οδηγεί στην Ελλάδα, εκτός από τους αρχαιολόγους και τους ιστορικούς, διπλωμάτες, βοτανολόγους, γιατρούς, στρατιωτικούς και λογοτέχνες που επιθυμούν να γνωρίσουν την κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]