περιθωριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιθωριακός < περιθώρι(ο) + -ακός
Επίθετο[επεξεργασία]
περιθωριακός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- περιθωριακά
- → δείτε τις λέξεις περιθώριο, περί και θεωρώ