περιθωριοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιθωριοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου περιθωριοποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
περιθωριοποιημένος -η -ο
- που ζει στο περιθώριο, συνήθως επειδή εκεί έχει εξωθηθεί από ισχυρότερες δυνάμεις (κοινωνικές, εργασιακές κ.λπ.), απομονωμένος, μακριά από τα κέντρα των αποφάσεων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιθωριοποιημένος