περιληπτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιληπτικός η περιληπτική το περιληπτικό
      γενική του περιληπτικού της περιληπτικής του περιληπτικού
    αιτιατική τον περιληπτικό την περιληπτική το περιληπτικό
     κλητική περιληπτικέ περιληπτική περιληπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιληπτικοί οι περιληπτικές τα περιληπτικά
      γενική των περιληπτικών των περιληπτικών των περιληπτικών
    αιτιατική τους περιληπτικούς τις περιληπτικές τα περιληπτικά
     κλητική περιληπτικοί περιληπτικές περιληπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιληπτικός < αρχαία ελληνική περιληπτικός < περιλαμβάνω

Επίθετο[επεξεργασία]

περιληπτικός, -ή, -ό

  1. που έχει τον χαρακτήρα της περίληψης, που περιγράφει με συντομία, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, συνοπτικός
  2. (γλωσσολογία) που χρησιμοποιείται στον ενικό αριθμό για να δηλώσει το σύνολο ομοειδών πραγμάτων (ρύζι, λαός, πανίδα κλπ.)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]