περιοδικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιοδικός η περιοδική το περιοδικό
      γενική του περιοδικού της περιοδικής του περιοδικού
    αιτιατική τον περιοδικό την περιοδική το περιοδικό
     κλητική περιοδικέ περιοδική περιοδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιοδικοί οι περιοδικές τα περιοδικά
      γενική των περιοδικών των περιοδικών των περιοδικών
    αιτιατική τους περιοδικούς τις περιοδικές τα περιοδικά
     κλητική περιοδικοί περιοδικές περιοδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιοδικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιοδικός[1] Συγχρονικά αναλύεται σε περι- + οδ(ός) + -ικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ɾi.o.ðiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐ο‐δι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

περιοδικός, -ή, -ό

  1. που επαναλαμβάνεται περιοδικά, κατά τακτά χρονικά διαστήματα
  2. (μαθηματικά) ο δεκαδικός αριθμός που τα ψηφία του επαναλαμβάνονται στο άπειρο, όπως ο 1/3 = 0,333...
     συνώνυμα: επαναλαμβανόμενος (περιοδικά)
    δείτε επίσης: Περιοδικός αριθμός στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη περίοδος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική περιοδικός περιοδική τὸ περιοδικόν
      γενική τοῦ περιοδικοῦ τῆς περιοδικῆς τοῦ περιοδικοῦ
      δοτική τῷ περιοδικ τῇ περιοδικ τῷ περιοδικ
    αιτιατική τὸν περιοδικόν τὴν περιοδικήν τὸ περιοδικόν
     κλητική ! περιοδικέ περιοδική περιοδικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ περιοδικοί αἱ περιοδικαί τὰ περιοδικᾰ́
      γενική τῶν περιοδικῶν τῶν περιοδικῶν τῶν περιοδικῶν
      δοτική τοῖς περιοδικοῖς ταῖς περιοδικαῖς τοῖς περιοδικοῖς
    αιτιατική τοὺς περιοδικούς τὰς περιοδικᾱ́ς τὰ περιοδικᾰ́
     κλητική ! περιοδικοί περιοδικαί περιοδικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ περιοδικώ τὼ περιοδικᾱ́ τὼ περιοδικώ
      γεν-δοτ τοῖν περιοδικοῖν τοῖν περιοδικαῖν τοῖν περιοδικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιοδικός < αρχαία ελληνική περίοδ(ος) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

περιοδικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
  1. που εμφανίζεται σε τακτά διαστήματα, περιοδικός για φάσεις Σελήνης, για ώρες, για νόσους, για κείμενο
  2. που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια ταξιδιών
  3. (μετρική, για περιοδικό μέτρο) π.χ. εξάμετρο όπου εναλλάσσονται δάκτυλοι και σπονδείοι

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]